-
1 τριτημόριος
A equal to a third part, c. gen.,τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης Hdt. 1.192
; ἡ τριτημόριος [ δίεσις] Cleonid.Harm.7;λόγος τ.
a ratio of1
:3, Theo Sm. p.76H.II as Subst., [full] τριτημόριον, τό, third part, Hdt.9.34, Th. 2.98, Pl.Phd. 105b, Euc.Sect.Can.6, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριτημόριος
См. также в других словарях:
τριτημόριος — α, ο / τριτημόριος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. τριταμόριον Α 1. αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου 2. το ουδ. ως ουσ. το τριτημόριο(ν) α) το ένα τρίτο, καθένα από τα τρία ίσα μέρη ενός συνόλου β) μουσ. το ένα τρίτο τού τόνου μσν. 1. ο… … Dictionary of Greek